- παραμπέχειν
- παραμπέχωcover with a cloakpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραμπέχω — και παραμπίσχω Α 1. καλύπτω με μανδύα ή ένδυμα, σκεπάζω 2. μεταμορφώνω, μεταμφιέζω 3. μέσ. παραμπέχομαι προβάλλω ως πρόσχημα, προφασίζομαι 4. μτφ. αποκρύπτω τις σκέψεις μου με λόγια («οὐδὲν δεῑ παραμπέχειν λόγους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + … Dictionary of Greek